γράφημα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφήματος — γράφημα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερηχογράφημα — το, Ν διάγραμμα που λαμβάνεται από την εξέταση με υπερήχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπέρηχος + γράφημα (< γραφώ < γράφος < γράφω), πρβλ. καρδιο γράφημα] … Dictionary of Greek
ακιδογράφημα — το επιγραφή χαραγμένη με ακίδα επάνω σε τοίχους ή αρχαία μνημεία αρχιτεκτονικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακίδα + γράφημα] … Dictionary of Greek
ανθρακογράφημα — το έργο ζωγραφικής που γίνεται με κάρβουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + γράφημα. Η λ. στον πληθ. (ανθρακογραφήματα, τα) μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γραμμογράφημα — το σχηματική απεικόνιση με γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμμή + γράφημα. Η λ. γραμμογραφήματα μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Αθηναϊκή] … Dictionary of Greek
δελτογράφημα — δελτογράφημα, το (Α) επιγραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + γράφημα < γραφώ < γραφος*] … Dictionary of Greek
ηλεκτροφλοιογράφημα — το ιατρ. η γραφική παράσταση τής βιοηλεκτρικής δραστηριότητας τού εγκεφάλου η οποία λαμβάνεται με την τεχνική τής ηλεκτρο φλοιογραφίας και αποσκοπεί στην εντόπιση μιας επιληψιγενούς εστίας στον εγκεφαλικό φλοιό, για να επακολουθήσει η χειρουργική … Dictionary of Greek
ηπατογράφημα — το ιστολογική εξέταση ηπατικής ουσίας για τον καθορισμό τής αναλογίας τών διαφόρων κυτταρικών στοιχείων τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατoς + γράφημα < γράφω] … Dictionary of Greek
θρομβοελαστικογράφημα — το διάγραμμα που παρέχει πληροφορίες για την έναρξη τής πήξης, τον χρόνο πήξης τού αίματος και τη στερεότητα τού θρόμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombelastogram < thromb (πρβλ. θρόμβος) + elasto (πρβλ. ελαστ ικός) + gram (πρβλ.… … Dictionary of Greek