γράφημα

γράφημα
Η εικονική αναπαράσταση μιας συναρτησιακής σχέσης. Όταν μία μεταβλητή συνδέεται με μία άλλη μεταβλητή με το ενδιάμεσο μιας συνάρτησης, δηλαδή μεταβάλλονται συγχρόνως με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, τότε η σχέση τους αυτή μπορεί να παρασταθεί γεωμετρικά με ένα γ. Δημιουργός των γ. θεωρείται ο Γάλλος Ρενέ Ντεκάρ (Καρτέσιος). Γενικά, τα πιο εύκολα στον σχεδιασμό γ. είναι εκείνα, τα οποία αναφέρονται σε δύο μεταβλητές, που καθεμία μεταβάλλεται κατά μήκος μιας ευθείας όπως για παράδειγμα ψ = f(x), όπου α≤χ≤β και ψ είναι πραγματικός αριθμός. Στην ανάλυση παριστάνεται το γράφημα ως εξής: Έστω ACR και f: A → R, τότε το γράφημα της συνάρτησης f είναι το σύνολο f = (x, f(x)): xΞ∈ A} ⊂ R2.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γράφημα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφήματος — γράφημα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερηχογράφημα — το, Ν διάγραμμα που λαμβάνεται από την εξέταση με υπερήχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπέρηχος + γράφημα (< γραφώ < γράφος < γράφω), πρβλ. καρδιο γράφημα] …   Dictionary of Greek

  • ακιδογράφημα — το επιγραφή χαραγμένη με ακίδα επάνω σε τοίχους ή αρχαία μνημεία αρχιτεκτονικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακίδα + γράφημα] …   Dictionary of Greek

  • ανθρακογράφημα — το έργο ζωγραφικής που γίνεται με κάρβουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + γράφημα. Η λ. στον πληθ. (ανθρακογραφήματα, τα) μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γραμμογράφημα — το σχηματική απεικόνιση με γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμμή + γράφημα. Η λ. γραμμογραφήματα μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Αθηναϊκή] …   Dictionary of Greek

  • δελτογράφημα — δελτογράφημα, το (Α) επιγραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + γράφημα < γραφώ < γραφος*] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφλοιογράφημα — το ιατρ. η γραφική παράσταση τής βιοηλεκτρικής δραστηριότητας τού εγκεφάλου η οποία λαμβάνεται με την τεχνική τής ηλεκτρο φλοιογραφίας και αποσκοπεί στην εντόπιση μιας επιληψιγενούς εστίας στον εγκεφαλικό φλοιό, για να επακολουθήσει η χειρουργική …   Dictionary of Greek

  • ηπατογράφημα — το ιστολογική εξέταση ηπατικής ουσίας για τον καθορισμό τής αναλογίας τών διαφόρων κυτταρικών στοιχείων τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατoς + γράφημα < γράφω] …   Dictionary of Greek

  • θρομβοελαστικογράφημα — το διάγραμμα που παρέχει πληροφορίες για την έναρξη τής πήξης, τον χρόνο πήξης τού αίματος και τη στερεότητα τού θρόμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombelastogram < thromb (πρβλ. θρόμβος) + elasto (πρβλ. ελαστ ικός) + gram (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”